- ακέρωτος
- (I)ἀκέρωτος, -ον (Α)ο άκερος*.————————(II)-η, -ο1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν' ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα τού κεριού4. όποιος δεν έχει λερωθεί με σταγόνες από κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κερωτός < κερώνω].
Dictionary of Greek. 2013.